- συναποκαθίστανται
- σύν-ἀποκαθίστημιre-establishpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκαθίστημι — ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, άω, Α [ἀποκαθίστημι] μέσ. συναποκαθίσταμαι υποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.) αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι τής επιστροφής 2. μέσ. επανέρχομαι στο… … Dictionary of Greek